Η φετινή χρονιά στο βαμβάκι και οι προοπτικές της καλλιέργειας
Η φετινή χρονιά στο βαμβάκι και οι προοπτικές της καλλιέργειας

Η φετινή χρονιά στο βαμβάκι και οι προοπτικές της καλλιέργειας

A- A+
This article is not available in the language you have selected and thus we are showing its original version. You can use Google Translate to translate it.
Συνέντευξη του Σταμάτη Κουρούδη στο περιοδικό "Γεωργία-Κτηνοτροφία"

1) Έχετε μια εικόνα πως είναι η φετινή παραγωγή βαμβακιού από θέμα ποσότητας και ποιότητας;

 Ήταν μια καλή χρονιά για την καλλιέργεια βαμβακιού χωρίς ιδιαίτερα άσχημα καιρικά φαινόμενα και χωρίς ασθένειες. Oι στρεμματικές αποδόσεις είναι ικανοποιητικές και σε συγκεκριμένες μόνο περιοχές είναι χαμηλότερες από πέρυσι. Έτσι και παρά τη μείωση των στρεμμάτων (2,54 εκατομμύρια το 2022 έναντι 2,62 το 2021) η τελική παραγωγή θα είναι όσο περίπου και πέρυσι. Η ποιότητα φέτος ευνοήθηκε από τις καιρικές συνθήκες, το ότι δεν είχαμε δηλαδή σχεδόν καθόλου βροχές την περίοδο της συγκομιδής, κάτι που είχε να συμβεί πολλά χρόνια. Έτσι το χρώμα του τελικού προϊόντος είναι το καλύτερο των τελευταίων ετών, ενώ τα τεχνολογικά χαρακτηριστικά (μήκος, αντοχή, λεπτότητα κλπ.) είναι τα κλασσικά του Ελληνικού βαμβακιού.

 2) Πώς βλέπετε την φετινή πορεία των εμπορικών τιμών για τον παραγωγό; Φέτος είναι μια κρίσιμη χρονιά για το μέλλον της καλλιέργειας λόγω της αύξησης του κόστους;

 Η μεγάλη πλειοψηφία των αγροτών έχει αφήσει ανοικτή την τιμή και κάποια εκκοκκιστήρια, όπως το δικό μας,  δίνουν τη δυνατότητα για 3 μήνες ακόμη να επιλέξουν οι παραγωγοί πότε θα την κλείσουν. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι αρκετοί παραγωγοί έκαναν προπωλήσεις όταν οι τιμές ήταν μεταξύ 90 και 100 λεπτών. Άρα είναι νωρίς ακόμη να μιλήσουμε για το ποια ήταν η μέση τιμή φέτος. Σίγουρα όμως είναι οι υψηλότερες τιμές ή οι δεύτερες υψηλότερες τιμές βαμβακιού όλων των εποχών. Για το δική μας επιχείρηση εκτιμώ ότι θα είναι οι υψηλότερες.

Παρόλα αυτά υπάρχει μια απογοήτευση μεταξύ των αγροτών. Γιατί; Για δύο λόγους. Πρώτον διότι αυξήθηκε σημαντικά το κόστος καλλιέργειας και δεύτερον διότι είχαν καλλιεργηθεί προσδοκίες από διάφορους ερασιτέχνες και επαγγελματίες «αναλυτές» του ίντερνετ ότι οι τιμές θα είναι πολύ υψηλές, αρκετά πάνω από το ένα ευρώ. Έτσι αρκετοί παραγωγοί βλέπουν τώρα ότι το εισόδημα που μένει είναι μικρότερο από ότι υπολόγιζαν με τα νούμερα των «αναλυτών» και στεναχωριούνται δηλώνοντας ότι δεν θα σπείρουν βαμβάκι, αλλά κυρίως σιτάρι. Το έχουμε ξαναζήσει πολλές φορές. Με όποιο υπολογισμό και αν κάνει βέβαια κάποιος το βαμβάκι αφήνει μεγαλύτερο εισόδημα από το σιτάρι ανά στρέμμα. «Το σιτάρι είναι πιο ξεκούραστη καλλιέργεια» είναι ένα άλλο που ακούγεται. Αυτό είναι αλήθεια, αλλά η επιλογή συνήθως γίνεται με το εισόδημα και όχι τι έχει λιγότερη δουλειά. Έτσι είναι δεδομένο, ότι και να έχουμε μείωση των στρεμμάτων το 2023, το βαμβάκι θα ανακάμψει, όπως το έκανε πολλές φορές στο παρελθόν.

 

3) Στην Ευρώπη είμαστε από τις λίγες χώρες που καλλιεργούν βαμβάκι. Πιστεύετε ότι θα μπορούσαμε να είχαμε περισσότερη στήριξη στον κλάδο σε επίπεδο ΕΕ

 Όταν μπήκαμε στην ΕΕ (τότε ΕΟΚ) έγινε μια ειδική συμφωνία για το βαμβάκι, ανεξάρτητη από τον υπόλοιπο αγροτικό τομέα, που ήταν καταπληκτική. Η ειδική αυτή συμφωνία ήταν αυτή που έφερε ουσιαστικά το βαμβάκι να παίζει τον κυρίαρχο ρόλο στον αγροτικό τομέα στην Ελλάδα, ανέβασε το βιοτικό επίπεδο του αγρότη, ήταν ο μοχλός στην οικονομία πολλών αγροτικών περιοχών, στήριξε για πολλά χρόνια την Ελληνική κλωστοϋφαντουργία, έδωσε δουλειά σε χιλιάδες ανθρώπους.

Σήμερα το επόμενο βήμα, την επόμενη αναβάθμιση της βαμβακοκαλλιέργειας δεν πρέπει να την περιμένουμε από την ΕΕ, αλλά πρέπει να την πετύχουμε σε εθνικό επίπεδο. Πως; Παράγοντας ένα προϊόν αυξημένης προστιθέμενης αξίας, που η υπεραξία του γυρνά στον παραγωγό.

 

 4) Οι παραγωγοί στην χώρα μας έμαθαν να κάνουν προπωλήσεις στο βαμβάκι;

 Εμείς ως επιχείρηση είχαμε το προνόμιο να μπορούμε να πωλούμε το εκκοκκισμένο μέσω της χρηματιστηριακής τιμής τα τελευταία 15-20 χρόνια και αυτό που στην ουσία μάθαμε είναι ότι το να προσπαθείς να πιάσεις  την υψηλότερη τιμή, είναι αυτό που σε οδηγεί να την «πατάς». Είναι όμως ένα πολύ σημαντικό εργαλείο για να εκμεταλλεύεσαι το μεγάλο ανεβοκατέβασμα των τιμών και να μην είσαι υποχρεωμένος να πουλάς μόνο τη στιγμή που έρχεται ο αγοραστής. Έτσι θελήσαμε πριν 7 χρόνια να προσφέρουμε στον βαμβακοπαραγωγό αυτό το εργαλείο, ώστε να μην είναι υποχρεωμένος να κλείνει στην τιμή της ημέρας που παραδίνει το βαμβάκι του. Τα 5 πρώτα χρόνια, που είμασταν το μόνο εκκοκκιστήριο που το κάναμε, οι παραγωγοί λειτούργησαν με τη σωστή λογική «αφού έχω ένα λογικό και καλό κέρδος φιξάρω την τιμή». Έτσι οι παραγωγοί που έκαναν χρήση του εργαλείου αυτού στην επιχείρηση μας πήραν επιπλέον 2,5 εκατομμύρια ευρώ.

 Η επιτυχία του εγχειρήματος μας οδήγησε στο ότι πέρυσι όλα τα εκκοκκιστήρια υιοθέτησαν αυτήν την πρακτική. Η μαζικότητα αυτή δραστηριοποίησε τους «αναλυτές» του ίντερνετ που άρχισαν να δίνουν συμβουλές. Έτσι όταν οι τιμές πλησίασαν 2 φορές φέτος το  ένα ευρώ, αυτοί έλεγαν ότι θα πάει στο 1,20 και στο 1,50 και έτσι απέτρεψαν τους παραγωγούς από το να κάνουν προπωλήσεις. Άρα αν κάτι πρέπει να μάθουν οι παραγωγοί είναι να κλείνουν τα αυτιά τους σε τέτοιες σειρήνες και όταν οι τιμές είναι σε επίπεδα λογικού κέρδους να κλείνουν μέρος της παραγωγής τους.

 

 5) Τι γίνεται με τις ελληνικές εξαγωγές βαμβακιού, κερδίζουμε νέες αγορές, πουλάμε σε υψηλές τιμές;

 Η Ελλάδα μαζί με τις ΗΠΑ, την Αυστραλία και τη Βραζιλία είναι οι αναπτυγμένες χώρες που εξάγουν αξιόλογες ποσότητες βαμβακιού. Αυτό μας δίνει συγκεκριμένα πλεονεκτήματα έναντι άλλων ασιατικών και αφρικανικών χωρών. Το ότι έχουμε δρόμους, λιμάνια, οργανωμένα logistics, επικοινωνίες, τραπεζικό σύστημα κλπ. μας δίνει πλεονεκτήματα που άλλες χώρες δεν έχουν. Αν ένας έμπορος θέλει να στείλει βαμβάκι στην Άπω Ανατολή για παράδειγμα, ξέρει ότι μέσα σε πολύ συγκεκριμένο χρονικό διάστημα το βαμβάκι θα είναι στο λιμάνι προορισμού και μάλιστα στην ποσότητα και ποιότητα που συμφωνήθηκε, κάτι που δεν ισχύει για πολλές άλλες χώρες που εξάγουν βαμβάκι. Το πλεονέκτημα αυτό ασφαλώς μεταφράζεται και σε καλύτερη τιμή.

 Τα χρόνια του covid βέβαια είχαμε ένα νέο φαινόμενο. Το κόστος μεταφοράς των κοντέινερ αυξήθηκε υπερβολικά ενώ ο χρόνος παράδοσης των προϊόντων έγινε τόσο αβέβαιος, που κανένα εργοστάσιο δε μπορούσε να κάνει προγραμματισμό. Έτσι είχαμε το φαινόμενο η οικονομία να γίνεται πιο «τοπική». Για την Τουρκία π.χ. ήταν πολύ πιο ασύμφορο να φέρνει για τις ανάγκες της βαμβάκι από τις ΗΠΑ ή τη Βραζιλία από ότι να το εισάγει από την Ελλάδα. Έτσι οι εξαγωγές βαμβακιού μας σε Τουρκία και Αίγυπτο, που ήταν πάντα ο προνομιακός μας χώρος, έγιναν ακόμη πιο ελκυστικές.

 Εκεί που χάσαμε έδαφος ήταν στο κομμάτι της ποιότητας. Ενώ μέχρι το 2000 περίπου το Ελληνικό βαμβάκι θεωρείτο από τα καλύτερα, σιγά-σιγά υποχωρήσαμε. Και αυτό διότι ενώ στις άλλες βαμβακοπαραγωγικές χώρες έδωσαν βάρος στη βελτίωση της ποιότητας μέσω καλύτερων ποικιλιών και αυστηρών ελέγχων στην καλλιέργεια και τη συλλογή, κάτι που οδήγησε σε σημαντική βελτίωση μήκους ίνας, αντοχής κλπ. και έκαναν άλματα μπροστά, εμείς πήραμε άλλο δρόμο. Με ευθύνη των εκκοκκιστηρίων εξισώναμε την τιμή για όλες τις παρτίδες, κάτι που οδηγούσε τον παραγωγό στο να προσπαθεί να μαζέψει το βαμβάκι με όσο το δυνατόν υψηλότερη υγρασία, ξένες ύλες κλπ. και να αδιαφορεί τελείως για την ποιότητα.

 Εμείς το 2015 αποφασίσαμε ότι αυτό δεν πάει άλλο, έπρεπε να σπάσουμε το ποιοτικό σπιράλ προς τα κάτω και να περάσουμε έστω και μόνοι μας στην παραγωγή ενός καλύτερου βαμβακιού, που το ονομάσαμε Cotton+. Με μεγάλη ικανοποίηση βλέπουμε αυτή η πολιτική να επαινείται από την Πολιτεία και να υιοθετείται τόσο από την Διεπαγγελματική βάμβακος, όσο και από άλλα εκκοκκιστήρια.

6) Συμμετέχετε σε μια προσπάθεια με την Basf για να υπάρξει προστιθέμενη αξία στο βαμβάκι της χώρας μας, πως ξεκίνησε και που βρισκόμαστε σήμερα;

 Ξεκινήσαμε το 2015 την παραγωγή ενός βαμβακιού αυξημένης αξίας, που η υπεραξία του επιστρέφει στον παραγωγό, του Cotton+. Η υπεραξία του είχε να κάνει τόσο με την ποιότητα, όσο και με την πιστοποίηση ότι παράγεται με βιώσιμες γεωργικές πρακτικές. Επιλέξαμε ποικιλίες που έδιναν καλύτερα τεχνολογικά χαρακτηριστικά στο βαμβάκι, και αναθέσαμε σε εξωτερικούς φορείς την πιστοποίηση ποιότητας και αειφορίας.

 Δώσαμε κίνητρα στους παραγωγούς να μπουν σε αυτά τα προγράμματα: Επιδότηση χαμηλής υγρασίας, επιδότηση ποιότητας, επιδότηση υψηλής παραγωγής, επιδότηση ολοκληρωμένης διαχείρισης αλλά και χρηματοδότηση της καλλιέργειας και δυνατότητα κλεισίματος τιμής όλο τον χρόνο ακόμη από το 2015.

 Στην αρχή είμασταν επιφυλακτικοί κατά πόσο οι παραγωγοί μας θα ανταποκρίνονταν. Αποδείχτηκε ότι ήταν πιο έτοιμοι για κάτι τέτοιο από ότι περιμέναμε. Τους άρεσε ότι η τιμή με την οποία πληρώνονταν ήταν ξεκάθαρη με κανόνες που γνώριζαν πριν ακόμη τη σπορά, δεν υπήρχαν διακρίσεις μεταξύ των παραγωγών και το ότι η ποιότητα επιβραβεύονταν. Έτσι για παράδειγμα ήταν οι ίδιοι που επιχειρηματολογούσαν για το ότι είναι πιο συμφέρον να μαζεύεις το βαμβάκι την ημέρα, από ότι τη νύχτα. Έτσι χρόνο με το χρόνο το ποσοστό των συμμετεχόντων στα προγράμματα μας αυξάνεται.

 Φέτος η συντριπτική πλειοψηφία του βαμβακιού που πήραμε είναι Cotton+. Τι κέρδισε ο παραγωγός που συμμετέχει επιπλέον; Βοήθησε και ο καιρός φέτος και έτσι ο μέσος όρος της επιπλέον τιμής μόνο για τη χαμηλή υγρασία είναι 5,85 λεπτά, ενώ πολλά παίρνουν επίσης λόγω των άλλων επιδοτήσεων και ανάλογα σε ποιο πρόγραμμα συμμετέχουν.

 Ναυαρχίδα των προγραμμάτων μας είναι το CSF (Certified Sustainable Fibermax) το οποίο εφαρμόζουμε με την BASF από την αρχή, το 2015, και τώρα πια είναι γνωστό στην αγορά βάμβακος και έχουμε πελάτες στο εξωτερικό που ζητούν να προμηθευτούν κάθε χρόνο το συγκεκριμένο πιστοποιημένο βαμβάκι.

 Φέτος κάναμε το επόμενο βήμα: Σε συνεργασία με την εταιρεία Athos Pallas παράγουμε ρούχα 100% ελληνικά από τον σπόρο βαμβακιού ως το έτοιμο ένδυμα, πιστοποιημένο σε όλες τις φάσεις παραγωγής από ανεξάρτητο φορέα τόσο για την ποιότητα όσο και για τις βιώσιμες πρακτικές. 

 Υπάρχει 100% ιχνηλασιμότητα και καταγραφή όλων των δεικτών αειφορίας με την τεχνολογική πλατφόρμα Blockchain. 

 Όλες οι πλευρές που συμμετέχουν, από τους βαμβακοπαραγωγούς ως τη συσκευασία του έτοιμου ενδύματος είναι σε μια απόσταση 250 χιλιομέτρων στη Βόρεια Ελλάδα, ελαχιστοποιώντας έτσι τόσο το κόστος μεταφοράς, όσο και το περιβαλλοντικό αποτύπωμα.

Tags

newsletter

Subscribe to our daily newsletter