ΧΡΟΝΟΣ¨Σε τιμές «πείνας» η φετινή σοδειά του βαμβακιού

ΧΡΟΝΟΣ¨Σε τιμές «πείνας» η φετινή σοδειά του βαμβακιού

A- A+
This article is not available in the language you have selected and thus we are showing its original version. You can use Google Translate to translate it.

Με τιμές «πείνας» για τους παραγωγούς, μειωμένες κατά 11 λεπτά σε σχέση με πέρυσι, ξεκίνησε η εισκόμιση των ποιοτικών βαμβακιών και στη Ροδόπη. Στα 29 λεπτά διαμορφώνεται η τιμή του βαμβακιού, που ακολουθεί την ίδια φθίνουσα πορεία με τα άλλα αγροτικά προϊόντα, δηλαδή δημητριακά και καλαμπόκι, τιμές που σε μεγάλο βαθμό αποδίδονται στην παγκόσμια οικονομική κρίση με σοβαρές όμως επιπτώσεις στο εισόδημα των βαμβακοπαραγωγών.

Πάντως οι καλές καιρικές συνθήκες σε συνδυασμό με τις πολλές βαμβακοσυλλεκτικές μηχανές που διαθέτει ο νομός, ευνοούν ώστε μέχρι την επόμενη εβδομάδα, να έχει τελειώσει το 90% τουλάχιστον της συγκομιδής.

Ουρές σχηματίζουν οι βαμβακοπαραγωγοί έξω από τα Θρακικά Εκκοκκιστήρια, προκειμένου να παραδώσουν το προϊόν. Ο ιδιοκτήτης του Σταμάτης Κουρούδης, περιέγραψε το αποτέλεσμα της φετινής καλλιεργητικής περιόδου, μίλησε για τις χαμηλές τιμές, αλλά και τη δυσκολία στη διάθεση της παραγωγής από πλευράς εκκοκκιστηρίων όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό.

Κύριε Κουρούδη, ξεκίνησε η εκκοκκιστική περίοδος και βλέπουμε στα Θρακικά Εκκοκκιστήρια ουρές βαμβακοπαραγωγών, αλλά πολύ χαμηλές τιμές.
- Η παγκόσμια οικονομική κατάσταση οδηγεί στο να κατρακυλήσουν πραγματικά οι τιμές των αγροτικών προϊόντων με αποτέλεσμα όλα τα βασικά προϊόντα όπως βαμβάκι, καλαμπόκι, δημητριακά και σόγια να έχουν χάσει πάνω από το 55% της αξίας τους, που είχαν μερικούς μήνες πέρυσι την άνοιξη και το καλοκαίρι. Αυτό οδήγησε εμάς να είμαστε συγκρατημένοι στην αρχή και να δώσουμε μία τιμή 29 λεπτά έναντι 40 λεπτών που δίναμε πέρυσι, η οποία είναι σχετικά μικρότερη μείωση από ότι είναι η μείωση των τιμών στο στάρι και στο καλαμπόκι, αλλά παρόλα αυτά είναι μία τιμή που δεν αφήνει δυστυχώς τους αγρότες να καλύψουν τα αυξημένα κόστη παραγωγής. Δυστυχώς με την εξέλιξη που έχουν πάρει τα πράγματα φοβάμαι, ότι αν μέσα στους επόμενους μήνες που φαίνεται λιγάκι δύσκολο, δεν ανακάμψει η παγκόσμια οικονομία, θα είναι δύσκολο και για τα εκκοκκιστήρια, γιατί η τιμή που μπορούμε να πουλήσουμε αυτή την στιγμή είναι αρκετά κάτω από αυτή που αγοράζουμε. Ευελπιστούσαμε στην αρχή μεν όλοι ότι οι τιμές θα ανέβουν, αλλά τώρα με αυτά που βλέπουμε φοβάμαι ότι αυτό θα πάει πολύ πίσω. Αυτό είναι το πρώτο. Το δεύτερο πρόβλημα που έχουμε είναι η ελληνική αγορά. Η κλωστοϋφαντουργία είναι γνωστό έχει καταρρεύσει, δεν μπορούμε να πουλήσουμε τίποτα εδώ, η δεύτερη μεγαλύτερη αγορά που είναι αυτή την στιγμή η πρώτη στην ουσία είναι η Τουρκία, δυστυχώς και εκεί τα οικονομικά προβλήματα είναι ακόμη έντονα. Δηλαδή τα καλά κλωστήρια όπου δίναμε πέρυσι εμείς, δεν είμαστε τόσο σίγουροι ότι είναι καλά και θα μπορέσουν να μας πληρώσουν. Σε αυτό να συμπληρώσουμε και ένα άλλο πρόβλημα, ότι και στην Ελλάδα πάνω από τα μισά εκκοκκιστήρια αυτή την στιγμή παίρνουν βαμβάκι χωρίς να έχουν χρηματοδότηση από τις τράπεζες. Αυτό οδηγεί στα εκκοκκιστήρια αυτά και επειδή θέλουν βέβαια να πάρουν κάποια χρήματα για να πληρώσουν τους αγρότες, να προσπαθούν να πουλήσουν το βαμβάκι τους όσο – όσο πιέζοντας με αυτό τον τρόπο τις τιμές ακόμη πιο κάτω. Δυστυχώς είμαστε από άποψη οικονομική και οι αγρότες και τα εκκοκκιστήρια ίσως στην δυσκολότερη φάση.

Φαντάζομαι ότι και οι αγρότες δεν μπορούν να περιμένουν, δηλαδή θέλουν να παραδώσουν το βαμβάκι;
-Ναι, έχει οικοδομηθεί όλο το σύστημα έτσι στην Ελλάδα που οι αγρότες ιδίως εδώ στην περιοχή μας, δεν έχουν καμία δυνατότητα να το αποθηκεύσουν, πρέπει να το παραδώσουν. ¶λλες χρονιές αυτό ίσως τους έβγαινε σε κακό, εγώ δεν σας κρύβω ότι φέτος πιστεύω ότι το πρόβλημα θα το έχουμε εμείς. Δηλαδή με το πότε θα ανακάμψουν οι τιμές, όταν λέω εμείς εννοώ τα εκκοκκιστήρια. Ενώ πριν ένα μήνα λέγαμε ότι οι τιμές είναι πολύ χαμηλές και το μόνο που μπορεί να γίνει είναι να ανέβουν, δυστυχώς αυτό το πράγμα δεν μπορούμε να το πούμε πια.

Αναφέρατε για Τουρκία, την Ελλάδα πλέον δεν την θεωρούμε μια αγορά όπου μπορεί να διοχετευθεί το ελληνικό βαμβάκι και να μιλήσουμε λιγάκι και για την ποιότητα των βαμβακιών της περιοχής μας.
-Με την ποιότητα δεν έχουμε προβλήματα. Να πω καταρχήν την θέση του ελληνικού βαμβακιού. Το ελληνικό βαμβάκι έχει αρκετά πλεονεκτήματα, είναι μιας ποιότητας όχι της άριστης, μα μιας καλής ποιότητας, αυτή που χρησιμοποιεί η πλειοψηφία των κλωστηρίων ανά τον κόσμο, δεύτερο έχουμε τα πλεονεκτήματα μιας οργανωμένης χώρας. Δηλαδή να λάβουμε υπόψη μας ότι από τις πάνω από 100 χώρες που παράγουν βαμβάκι οι περισσότερες είναι ασιατικές και της Αφρικής με ό,τι αυτό συνεπάγεται κυρίως σε υποδομή. Δηλαδή για παράδειγμα, αν πεις να παραγγείλεις ένα βαμβάκι από την Αφρική δεν ξέρεις πότε θα φτάσει εδώ, αν θα είναι όλο μιας ποιότητας αυτής που έχεις συμφωνήσει και όλα τα σχετικά. Το ίδιο και με τις ασιατικές χώρες. Εμείς είμαστε μετά την Αμερική, την Αυστραλία, μαζί με το Ισραήλ και την Ισπανία ενδεχομένως, από τις πιο αναπτυγμένες χώρες με τις υποδομές αυτές που όταν πούμε ότι θα παραδοθεί ένα βαμβάκι σε 15 μέρες έχουμε όλες τις δυνατότητες να το κάνουμε. Όπως επίσης ένα άλλο μεγάλο πλεονέκτημα που έχουμε είναι ότι το βαμβάκι μας συγκαταλέγεται μεταξύ των 2-3 ανά τον κόσμο καλύτερων όσον αφορά το πρόβλημα της επιμόλυνσης, το να μην υπάρχουν δηλαδή μέσα στο βαμβάκι ξένες ύλες, κάτι που το κάνει πολύ επιβλαβές για την περαιτέρω επεξεργασία του βαμβακιού. Ευτυχώς ίσως θα έλεγα το ελληνικό βαμβάκι δημιούργησε μία αγορά όπου απολαμβάνει καλύτερες τιμές και η οποία παλιότερα ήταν η Ευρώπη και την τελευταία δεκαετία είναι ελληνικά κλωστήρια, τουρκικά και αιγυπτιακά, γιατί εκεί είναι πολύ λιγότερο το μεταφορικό κόστος με αποτέλεσμα να μπορούμε να πουλάμε σε καλύτερες τιμές από ότι αν το πουλούσαμε μέσω ενός μεγάλου εμπορικού οίκου, εκεί που γίνεται η μεγάλη κατανάλωση και είναι η ¶πω Ανατολή. Δυστυχώς στην ελληνική αγορά όταν στις αρχές της δεκαετίας, δηλαδή λίγο μετά το 2000 η κατανάλωση ήταν γύρω στις 150.000 τόνοι και η παραγωγή ήταν γύρω στους 300.000 τόνους, αυτή την στιγμή η ελληνική κατανάλωση από τους 150.000 τόνους, φέτος θα είναι κάτω από 50.000 τόνους, γιατί τα κλωστήρια ξέρουμε κλείνουν το ένα μετά το άλλο και η παραγωγή μετατοπίζεται στην Ασία».

Συμεωνίδου Δήμητρα

newsletter

Subscribe to our daily newsletter