Εντονα προβληματίζει τους παραγωγούς και εκκοκιστές βάμβακος η απουσία αγοραστικού ενδιαφέροντος, ένα μόλις μήνα πριν από την ουσιαστική έναρξη της συγκομιδής. Οι εκθέσεις διεθνών φορέων που κάνουν λόγο για αυξημένα αποθέματα κατά την περίοδο 2014/15 και για μειωμένες τιμές, δρουν ανασταλτικά ως προς τη διενέργεια προαγορών. Οπως υπολογίζεται, οι προαγορές για ελληνικό βαμβάκι δεν ξεπερνούν τους 50.000 τόνους, όταν η φετινή παραγωγή, αναμένεται στους 300.000 τόνους. Ανασταλτικά λειτουργεί και η οψιμότητα –κατά 10 περίπου ημέρες- που παρουσιάζει φέτος η καλλιέργεια, η οποία ωστόσο εμφανίζει καλά ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Σημειώνεται ότι στην τελευταία έκθεση του αμερικανικού υπουργείου Γεωργίας (USDA) αναφέρεται ότι τα αυξημένα αποθέματα πιέζουν τις τιμές παραγωγού, οι οποίες εκτιμά ότι θα διαμορφωθούν στις ΗΠΑ, περί τα 64 σεντς ανά λίμπρα. Τις συνθήκες που επικρατούν επί του παρόντος στη παγκόσμια αγορά διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό η πολιτική εισαγωγών που ακολουθεί η κυβέρνηση της Κίνας, σε μία προσπάθεια να μειωθούν τα αποθέματα της χώρας, που την τελευταία τετραετία έχουν αυξηθεί κατά 160%.
Τα δεδομένα αυτά, οδήγησαν και τo Διεθνές Συμβούλιο Βάμβακος (ICAC) σε περικοπή των προσδοκιών για τις τιμές του προϊόντος, «προσγειώνοντάς» τις σε ένα πενταετές χαμηλό. Συγκεκριμένα, το ICAC εκτιμά ότι η μέση τιμή του δείκτη Cotlook A -ο οποίος διαπραγματεύεται με premium έναντι των προθεσμιακών συμβολαίων του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης- για την περίοδο 2014/15 θα μειωθεί κατά 5 σεντς, φθάνοντας τα 80 σεντς ανά λίμπρα. Η τιμή αυτή είναι η χαμηλότερη, από τα επίπεδα των 78 σεντς ανά λίμπρα, που καταγράφηκε το 2009-10 και προέκυψε μετά τη νέα εκτίμηση του ICAC, η οποία αυξάνει την αναμενόμενη παραγωγή κατά 530.000 τόνους. Ταυτόχρονα, αύξησε κατά 620.000 τόνους την εκτίμησή του για τα συνολικά αποθέματα στο τέλος της περιόδου εμπορίας, σε ένα υψηλό όλων των εποχών, που διαμορφώνεται στους 22,25 εκατ. τόνους (102 εκατ. δέματα). Την Παρασκευή τα προθεσμιακά συμβόλαια Δεκεμβρίου στο χρηματιστήριο της Ν. Υόρκης κινούνταν στην περιοχή των 68 σεντς ανά λίμπρα.