Λιάμης Λεωνίδας
«Λοκοµοτίβα» των εγχώριων αροτραίων καλλιεργειών µε στοιχεία βιωσιµότητας ακόµη και χωρίς τη συνδροµή της κλωστοϋφαντουργίας, που αν δεν ακολουθούσε φθίνουσα πορεία, λόγω της κρίσης, θα µπορούσε να προσφέρει τριπλάσια ή και τετραπλάσια έσοδα στην εθνική οικονοµία, εξακολουθεί να αποτελεί η βαµβακοκαλλιέργεια στην Ελλάδα.
Πρόκειται για ένα πολύ σηµαντικό προϊόν του πρωτογενή τοµέα, που έχει προσφέρει ικανοποιητικά εισοδήµατα σε πολλές γενεές Ελλήνων αγροτών και φαίνεται πως έχει όλα τα εχέγγυα, τόσο σε ποιότητα, όσο και σε ποσότητα, να συνεχίσει να το πράττει το ίδιο αποτελεσµατικά και στο µέλλον, προς όφελος των τοπικών κοινωνιών και της οικονοµίας.
Στις επισηµάνσεις αυτές προέβη ο πρόεδρος και διευθύνων σύµβουλος της εκκοκκιστικής επιχείρησης Αφοί Ν. Καραγιώργου ΑΒΕΕ, Νίκος Καραγιώργος, τονίζοντας ότι «τα επίπεδα παραγωγής εκκοκκισµένου βάµβακος και των υποπροϊόντων εκκόκκισης, των τελευταίων ετών, δηµιουργούν ένα εθνικό προϊόν αξίας περίπου 600 εκατ. ευρώ ετησίως, και στο ποσό αυτό δεν υπολογίζω την προστιθέµενη αξία του κλάδου της κλωστοϋφαντουργίας ή των σπορελαιουργίων, ούτε και τις επιδοτήσεις που εισρέουν κάθε χρόνο στους αγρότες για το προϊόν». Ο ίδιος εξέφρασε ακόµη την εκτίµηση ότι «η παραγωγή θα σταθεροποιηθεί στα τρέχοντα επίπεδα, χάρη στα συγκριτικά πλεονεκτήµατα που έχει η χώρα µας, όπως τα εδαφολογικά, κλιµατικά και εµπορικά χαρακτηριστικά της καλλιέργειας».
Μιλώντας προσφάτως στο 3ο Συνέδριο Αγροτεχνολογίας που διοργάνωσε στη Θεσσαλονίκη το Ελληνοαµερικανικό Εµπορικό Επιµελητήριο, ο γνωστός εκκοκκιστής ανέφερε επιπλέον ότι για την ελληνική οικονοµία ιδιαίτερα σηµαντική είναι και η εξαγωγική δραστηριότητα που αναπτύσσουν οι ελληνικές εκκοκκιστικές επιχειρήσεις, µέσω της οποίας φέρνουν στη χώρα έσοδα της τάξης των 400 - 500 εκατ. ευρώ, ετησίως.
Επίσης όπως ανέφερε οι εκτάσεις µε βαµβάκι που καλλιεργούνται στη χώρα τα τελευταία χρόνια είναι µεταξύ 2,5 και 3 εκατοµµυρίων στρεµµάτων και απασχολούνται συνολικά 100.000 οικογένειες.
«Με αυτές τις επιδόσεις η Ελλάδα συγκαταλέγεται ανάµεσα στις πλέον σηµαντικές χώρες του κόσµου για την παραγωγή, την εµπορία και τις εξαγωγές βαµβακιού», επισήµανε ο οµιλητής και σηµείωσε ότι µε βάση την παραγωγή της περιόδου 2013 – 2014, ύψους 300.000 τόνων εκκοκκισµένων βάµβακος, «είµαστε στην 9η θέση παγκοσµίως, ενώ µε τους 270.000 τόνους που εξήχθησαν, βρισκόµαστε στην 6η θέση της σχετικής κατάταξης».
Συνθήκες σκληρού ανταγωνισμού για τις εκκοκκιστικές επιχειρήσεις
Ένα «κράµα» παράδοσης και εκσυγχρονισµού αποτελεί η εγχώρια βιοµηχανία εκκόκκισης βάµβακος, καθώς οι περίπου µισές επιχειρήσεις του κλάδου έχουν ιστορία λειτουργίας 50-60 ετών, ενώ οι υπόλοιπες δηµιουργήθηκαν κατά τη δεκαετία 1995-2005 και διαθέτουν υπερσύγχρονο µηχανολογικό εξοπλισµό και τεράστιες κτιριακές εγκαταστάσεις.
«Σήµερα στον κλάδο της εκκόκκισης είναι ενεργές 35 επιχειρήσεις, οι οποίες λειτουργούν συνολικά 70 εκκοκκιστήρια, εγκατεστηµένα κοντά στις καλλιεργούµενες εκτάσεις, που σηµαίνει ότι βρίσκονται χωροθετηµένα κυρίως στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα», τόνισε ο επικεφαλής της Αφοί Ν. Καραγιώργος ΑΒΕΕ.
Σε 30 ηµέρες κατεργάζονται όλη την εγχώρια παραγωγή
Στον κλάδο, όµως, δεν είναι όλα ρόδινα. Σύµφωνα µε τον επιχειρηµατία οι µονάδες που βρίσκονται σε λειτουργία σήµερα έχουν τη δυνατότητα να κατεργαστούν το σύνολο της παραγωγής της χώρας σε µόλις 30 ηµέρες. Όµως, αυτή η υπερβάλλουσα ικανότητα της εκκοκκιστικής βιοµηχανίας έχει διαµορφώσει συνθήκες πολύ σκληρού ανταγωνισµού, όχι µόνο κατά την πώληση, αλλά κυρίως για την αγορά του σύσπορου βαµβακιού από τους καλλιεργητές.
Μικρά περιθώρια κέρδους
«Ο σκληρός ανταγωνισµός στην αγορά των πρώτων υλών διαµορφώνει µεγάλο κόστος και αφήνει µικρά περιθώρια κέρδους στην επιχείρηση, ενώ η µεταβλητότητα των τιµών του χρηµατιστηρίου δηµιουργεί µεγάλους κινδύνους, γιατί η διακύµανσή τους είναι απρόβλεπτη», επισήµανε ο γνωστός εκκοκκιστής µιλώντας προσφάτως στο 3ο Συνέδριο Αγροτεχνολογίας που διοργανώθηκε στην Αµερικανική Γεωργική Σχολή Θεσσαλονίκης.
Επώνυµο προϊόν
Πρόσθεσε, ωστόσο, πως «από την άλλη, η µεγάλη δυναµικότητα των εκκοκιστηρίων τους δίνει την ευκαιρία να κατεργάζονται άµεσα την πρώτη ύλη και έτσι να αποφεύγεται η ποιοτική υποβάθµιση του προϊόντος». Καταλήγοντας ο κ. Καραγιώργος εκτίµησε πως θα πρέπει να βελτιωθεί και η ανταγωνιστικότητα του κλάδου, µέσω της παραγωγής τυποποιηµένου, και µε επώνυµη ταυτότητα, προϊόντος ανώτερης ποιότητας.
Με ισχυρά όπλα στη διεθνή αγορά το ελληνικό
Ισχυρά «όπλα» ώστε να απολαύσει ακόµη καλύτερες τιµές στη διεθνή αγορά, έχει το ελληνικό βαµβάκι, κυρίως λόγω των πολύ καλών ποιοτικών του προδιαγραφών, τονίστηκε από τους οµιλητές. Αναφέρθηκε χαρακτηριστικά ότι η εµπειρία των Ελλήνων αγροτών στην καλλιέργεια και των επιχειρήσεων στην εκκόκκιση και στην εµπορία βαµβακιού, είναι ένας επιπρόσθετος παράγοντας στη διαµόρφωση των τιµών, αφού µεταξύ άλλων και λόγω και του σύγχρονου εξοπλισµού τους, ο τρόπος διαχείρισης του προϊόντος δίνει το πλεονέκτηµα της αποφυγής επιµόλυνσης µε ξένες ίνες και οµοιοµορφία, κάτι που εκτιµούν ιδιαίτερα οι αγοραστές.
Ένα ακόµη σοβαρό πλεονέκτηµα για είναι και η εύκολη πρόσβασή του στην αγορά της Τουρκίας, η οποία είναι η δεύτερη µεγαλύτερη εισαγωγική του κόσµου για το προϊόν, ενώ ρόλο διαδραµατίζει και η καλή φήµη και η αξιοπιστία, σε σχέση µε τους προµηθευτές - αγρότες, όσο και µε τους πελάτες – αγοραστές.
Εισόδηµα για 100.000 ελληνικές οικογένειες
«Οι εκτάσεις µε βαµβάκι που καλλιεργούνται στη χώρα τα τελευταία χρόνια –κυρίως µετά την ΚΑΠ του 2006, είναι µεταξύ 2,5 και 3 εκατ. στρεµµάτων και είναι σε συνάρτηση µε τη διακύµανση των τιµών του βαµβακιού στη διεθνή αγορά, αλλά και µε τη σχέση του µε τις τιµές των άλλων, ως προς την καλλιέργεια, ανταγωνιστικών προϊόντων όπως το σιτάρι, το καλαµπόκι, κ.λπ. Το διάστηµα που προηγήθηκε, από το 1980 έως και το 2006, ήταν η περίοδος κατά την οποία η καλλιέργεια είχε εντατικοποιηθεί στην Ελλάδα και από τα 1.500.000 στρέµµατα, είχε φθάσει µέχρι και τα 4.000.000 στρέµµατα», σύµφωνα µε τον κ. Καραγιώργο. Σήµερα µε τη βαµβακοκαλλιέργεια στην Ελλάδα, συµπλήρωσε ο ίδιος, διατηρούν σχέση εξάρτησης περί τις 60.000 οικογένειες, ενώ εάν σε αυτούς προστεθούν και όλοι όσοι απασχολούνται στα εφόδια, στη µεταφορά, στη µεταποίηση και στην εµπορία, «µπορούµε να πούµε ότι για περισσότερες από 100.000 ελληνικές οικογένειες, το εισόδηµά τους είναι άµεσα συνδεδεµένο µε το προϊόν που λέγεται βαµβάκι».
Εξοικονόμηση έως 40% με την στάγδην άρδευση
Παρεξηγηµένο προϊόν, λόγω των υδρόφιλων χαρακτηριστικών του και της αντιµετώπισης που απολαµβάνει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε επίπεδο επιδοτήσεων, χαρακτήρισε από την πλευρά του το βαµβάκι ο γεωπόνος και βαµβακοκαλλιεργητής Ιωάννης Τσινούλης, από το δήµο Κιλελέρ, κάνοντας λόγο για τεράστιο λάθος ως προς την αντίληψη αυτή.
«Το βαµβάκι είναι το πρώτο αγροτικό προϊόν σε εξαγωγές και έχει µεγάλη δυναµική, ενώ και η Ευρωπαϊκή Ένωση το υποστηρίζει και για την ώρα επιδοτεί την καλλιέργειά του», ανέφερε ο οµιλητής. Ειδικά στο θέµα της υδροφιλίας του προϊόντος, τόνισε ότι το βαµβάκι απαιτεί στην πραγµατικότητα λιγότερο νερό από το καλαµπόκι ή τη βιοµηχανική ντοµάτα. «Με τη στάγδην άρδευση, µπορεί να υπάρξει εξοικονόµηση ύδατος έως 40%, ενώ προς την κατεύθυνση της εξοικονόµησης βοηθούν και οι βαθύριζες ποικιλίες», δήλωσε.
Στο σηµείο αυτό, ο βαµβακοπαραγωγός έθιξε και το θέµα της εκτροπής του Αχελώου. «Το κράτος κάνει τον κουφό. Στην Ελλάδα έχουµε καλλιεργούµενες εκτάσεις και τις κάνουµε έρηµο, ενώ οι Ισραηλινοί κάνουν το αντίθετο», είπε και αφού υπενθύµισε πως οι περίπου 7.000 γεωτρήσεις στην Ανατολική Θεσσαλία αντιµετωπίζουν πρόβληµα υπεράντλησης (σ. σ. από 10 µέτρα βάθος το 1960, σήµερα αντλούν από πάνω από 300 µέτρα), άσκησε κριτική για το γεγονός ότι η εκτροπή του Αχελώου, για το 10% των υδάτων του, «παραµένει ακόµη στα σκαριά και τα χρήµατα που δόθηκαν πάνε χαµένα».
Ο οµιλητής ανέφερε ακόµη ότι αν δεν γίνεται από τον Αχελώο, «ας είναι από τον Πηνειό, ο οποίος περνά από πεδιάδα και δεν έχουµε ούτε ένα φράγµα». Απαριθµώντας προβλήµατα των αγροτών, όπως είναι το κόστος ενέργειας, πετρελαίου, αγροτικών εφοδίων κι η φορολόγηση, ο κ. Τσινούλης τόνισε πως «δεν το βάζουµε κάτω και θα συνεχίσουµε να καλλιεργούµε βαµβάκι, αλλά θέλουµε και στήριξη της πολιτείας». Τόνισε δε, ότι χρειάζεται βελτίωση της ποιότητας, καλύτερες υποδοµές και περιορισµό της πανσπερµίας των ποικιλιών, διότι «αν εφαρµοστούν αυτά τα 2-3 πράγµατα, τότε ο κάθε παραγωγός θα µπορούσε να απολαύσει έως και 5 λεπτά το κιλό υψηλότερη τιµή».