γράφει ο Γιώργος Βλόντζος, επίκουρος καθηγητής Αγροτικής Οικονομίας
Ηεφαρμογή, στη λειτουργία του πρωτογενούς τομέα, πρακτικών συμβολαιακής γεωργίας προέκυψε ως αναγκαιότητα, προκειμένου να αντιμετωπιστεί με βιώσιμο τρόπο το επιχειρηματικό ρίσκο που προκύπτει μέσα από τη δραστηριότητα αυτή. Η έννοια του ρίσκου περιγράφεται από τον ακόλουθο ορισμό:
Ρίσκο είναι η αβεβαιότητα που επηρεάζει το status του καθένα και συχνά συνδέεται με αντιξοότητες και χάσιμο.
Η αβεβαιότητα αυτή συνήθως εμπεριέχει την πιθανότητα απώλειας χρημάτων, επιβάρυνσης της υγείας, επηρεασμού των συντελεστών παραγωγής, καθώς και άλλου είδους συμβάντων που επηρεάζουν το status ενός ατόμου.
Ιστορικό πλαίσιο
Στην αμερικανική ήπειρο, η ιδέα της συμβολαιοποίησης άρχισε να εφαρμόζεται στα μέσα του 19ου αιώνα, προκειμένου οι αγοραστές να εξασφαλίσουν δημητριακά. Από τότε, έχουν τεθεί σε εφαρμογή χρηματιστηριακά εργαλεία, όπως τα προθεσμιακά συμβόλαια (futures, options) που εξυπηρετούν πιο αποτελεσματικά τον ίδιο σκοπό. Κάνοντας μία σύντομη ιστορική αναδρομή, διαπιστώνεται ότι, στον δυτικό κόσμο, η έννοια της συμβολαιοποίησης εφαρμόστηκε για να μετριαστεί η διακύμανση των τιμών, αλλά και να εξασφαλιστεί πρώτη ύλη στους εμπόρους, για τη μεγαλύτερη δυνατή χρονική περίοδο. Η εφαρμογή των παραπάνω συμβολαίων ανέδειξε κάποιες αδυναμίες του συστήματος. Τα σημαντικότερα προβλήματα ήταν ότι δεν υπήρχε η δυνατότητα μεταπώλησης ή αντιστροφής των όρων του συμβολαίου, με αποτέλεσμα η εμπορική δραστηριότητα να μη διαθέτει την απαιτούμενη ρευστότητα και ευελιξία που η αγορά επιθυμούσε.
Προκειμένου να υπερπηδηθούν τα εμπόδια αυτά, τα εμπλεκόμενα μέρη άρχισαν να υπογράφουν συμβόλαια με σταθερούς όρους, που μπορούσαν να μεταπωληθούν ή να αντισταθμιστούν. Σε αυτήν τη διαδικασία άρχισαν να μπαίνουν και φορείς που δεν είχαν σχέση με την εμπορική ή παραγωγική διαδικασία (speculators), αγοράζοντας συμβόλαια με αντίθετες θέσεις (αγορά – πώληση), με σκοπό πάντα την αποκόμιση κερδών από τις διαφοροποιήσεις προσφοράς και ζήτησης. Η εξέλιξη αυτή επέβαλε τη δημιουργία ειδικών χρηματιστηριακών οίκων (clearing houses) για την αγοραπωλησία τέτοιου είδους τίτλων που διακινούνται σήμερα (futures, options).
Τύποι συμβολαίων
Υπάρχουν αρκετοί τύποι συμβολαίων αγοράς, με πιο κοινότυπο το συμβόλαιο οριζόντιας ή καθορισμένης τιμής (flat or fixed price contracts), όπου ο αγοραστής συμφωνεί να αγοράσει από τον παραγωγό συγκεκριμένη ποσότητα προϊόντος, ορισμένης ποιότητας, σε σταθερή τιμή.
Ένας άλλος τύπος συμβολαίων είναι τα συμβόλαια βάσης (basis contracts), όπου η τιμή πώλησης δεν είναι καθορισμένη, αλλά δεσμευμένη με την τιμή των προθεσμιακών συμβολαίων, αφήνοντας ανοικτή την ημερομηνία εκτέλεσης της εμπορικής πράξης και συνήθως η απόφαση αυτή είναι του παραγωγού. Σαν βάση (basis) λογίζεται η τιμή μετρητοίς που δίνεται εκείνη τη στιγμή, ίση με την τιμή των προθεσμιακών συμβολαίων την ίδια χρονική στιγμή, ενώ η τελική τιμή πώλησης είναι το άθροισμα της βάσης με την τιμή του προθεσμιακού συμβολαίου τη χρονική στιγμή της εμπορικής πράξης.
Αντίθετα με τον προηγούμενο τύπο συμβολαίου, το συμβόλαιο ελάχιστης τιμής (minimum price contracts) είναι βασισμένο στις τιμές των προθεσμιακών συμβολαίων την περίοδο της συγκομιδής, δίνοντας όμως παράλληλα στον παραγωγό τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει την εμπορική πράξη σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και ενδεχόμενα να πουλήσει σε υψηλότερη τιμή, αν οι τιμές των προθεσμιακών αυξηθούν, πραγματοποιώντας, όμως, αυτή την εμπορική πράξη εντός των χρονικών ορίων που έχουν συμφωνηθεί στο συμβόλαιο. Τα futures είναι μια συμφωνία μεταξύ δύο μερών τα οποία συμφωνούν να προχωρήσουν σε μια συγκεκριμένη αγοραπωλησία σε μια συγκεκριμένη μελλοντική χρονική στιγμή και σε συγκεκριμένη τιμή.
Οι συναλλαγές των futures γίνονται σε εξειδικευμένα χρηματιστήρια του εξωτερικού, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων βρίσκονται στις ΗΠΑ. Η μακρά χρήση τέτοιων μέσων προσδιορισμού της τιμής προϊόντος έχει ωφελήσει την αγορά. Η παρουσίαση του μηχανισμού αποδεικνύει ότι ευκαιριακές ή στοχευμένες μεταβολές στην προσφορά και τη ζήτηση δεν μπορούν να περάσουν κατευθείαν στη διαπραγματευτική διαδικασία, αλλά ελαττώνεται η σφοδρότητά τους μέσα από τις ασφαλιστικές δικλείδες που το σύστημα διαθέτει.
Από όλα τα παραπάνω, εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κάποιος την απόσταση που χωρίζει την ελληνική πραγματικότητα από αυτές τις διεθνείς πρακτικές. Οι πρόσφατες ριζικές αλλαγές στην Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), που καθιέρωσαν την αποδέσμευση της χορήγησης των επιδοτήσεων από την παραγωγική διαδικασία, ανέδειξαν σε καθοριστικό βαθμό τη σημαντικότητα υιοθέτησης αυτών των μηχανισμών και πρακτικών, κάτι όμως που μέχρι σήμερα δεν έχει εφαρμοστεί. Αποτελεί δεδομένο ότι η αγορά δεν επιθυμεί την ανάληψη περισσότερου ρίσκου και ο παραγωγικός ιστός του πρωτογενούς τομέα της χώρας δεν έχει τη διαπραγματευτική δύναμη να επιβάλει την ορθή χρήση τους.
Η μετάβαση, όμως, της γεωργίας και της κτηνοτροφίας της χώρας στη νέα κατάσταση αποτελεί μονόδρομο, προκειμένου να διαμορφωθεί το αναγκαίο κλίμα ασφάλειας στο σύνολο των εμπλεκόμενων φορέων, κάτι που θα δημιουργήσει σχέσεις εμπιστοσύνης και καλής συνεργασίας. Το μόνο που πρέπει να γίνει είναι η επίδειξη της αναγκαίας τόλμης από όλα τα μέρη, προκειμένου και η ελληνική γεωργία να αρχίσει να δραστηριοποιείται με όρους σύγχρονης επιχειρηματικότητας.