Απαραίτητο να «πριμοδοτούνται» μέσω της τιμής οι ποικιλίες με τα καλύτερα τεχνολογικά χαρακτηριστικά, θεωρεί ο γ.γ. του ΣΕΠΥ, Βασίλης Ανδριώτης
Την ανάγκη να ανταμείβονται εμπράκτως στο… ταμείο, τόσο οι ποικιλίες που εξασφαλίζουν καλύτερα ποιοτικά και τεχνολογικά χαρακτηριστικά, όσο και –κυρίως– οι παραγωγοί που τις επιλέγουν, υπογράμμισε ο γενικός γραμματέας του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πολλαπλασιαστικού Υλικού, Βασίλης Ανδριώτης, στη διάρκεια της εισήγησής του στην ημερίδα που διοργάνωσε η ΔΟΒ στην Ορεστιάδα.
«Από τη στιγμή που υπάρχουν τόσο μεγάλες διαφορές στις αποδόσεις και στα τεχνολογικά χαρακτηριστικά, θα πρέπει να υπάρχει και διαφορετική τιμολόγηση. Αν θέλετε, μάλιστα, την άποψή μου, κάθε πλατφόρμα πρέπει να έχει και διαφορετική τιμή», τόνισε ο κ. Ανδριώτης.
Ο ίδιος σημείωσε ότι το στοιχείο στο οποίο πρέπει να εστιάζουν κυρίως οι καλλιεργητές είναι όχι μόνο η απόδοση στο χωράφι, αλλά και σε ίνα ανά στρέμμα, δηλαδή σε εκκοκκισμένο, τελικό προϊόν. Η επίδοση της Ελλάδας στο πεδίο αυτό, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ICAC (για τη σεζόν 2017-2018) είναι ικανοποιητική, φτάνοντας τα 102,8 κιλά ανά στρέμμα, ωστόσο μπορεί –και πρέπει– να βελτιωθεί περαιτέρω. Με ορθές γεωργικές πρακτικές και το πολλαπλασιαστικό υλικό που έχουμε στα χέρια μας μπορούμε να ξεπεράσουμε τα 120, ακόμα και τα 125 κιλά το στρέμμα», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Περιγράφοντας τις αλλαγές που συντελέσθηκαν στην αγορά των σπόρων βάμβακος τις τελευταίες δεκαετίες, σημείωσε ότι από το 1990 και μετά, που απελευθερώθηκε η αγορά, οι εταιρείες μπόρεσαν να εισάγουν πολλαπλασιαστικό υλικό από το εξωτερικό και κυρίως από τις ΗΠΑ. Ακολούθησε η σταδιακή αντικατάσταση του εισαγόμενου πιστοποιημένου σπόρου με σπόρο σποράς παραγόμενο στην Ελλάδα.
Βραχνάς το ενεργειακό κόστος
Ο κ. Ανδριώτης χαρακτήρισε, ωστόσο, λανθασμένη την αντίληψη ότι ένας από τους λόγους που το ελληνικό βαμβάκι απώλεσε τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά ήταν αυτή η «πανσπερμία» ποικιλιών. Όπως είπε, αν και σήμερα υπάρχουν στην αγορά περισσότερες από 80 εγκεκριμένες ποικιλίες, οι 20 μεγαλύτερες εξ αυτών κατέχουν μερίδιο άνω του 75% στο σύνολο των εκτάσεων. Εξίσου εσφαλμένη είναι, κατά την άποψή του, και η εντύπωση ότι το κόστος του πολλαπλασιαστικού υλικού έχει αυξηθεί κατακόρυφα. «Η τιμή του σπόρου ανά στρέμμα παραμένει ουσιαστικά αμετάβλητη τα τελευταία 20 χρόνια. Αυτό που έχει αλλάξει είναι το κόστος της ενέργειας, που είναι για τους Έλληνες αγρότες το υψηλότερο της Ευρώπης», υπογράμμισε.
Αναφέρθηκε σε ορισμένες κρίσιμες διαπιστώσεις των επιχειρήσεων του κλάδου για την καλλιέργεια του «λευκού χρυσού» στην Ελλάδα. Όπως είπε, οι παραγωγοί σε αρκετές περιπτώσεις έχουν εγκαταλείψει την καλλιέργεια, κάτι που αποτυπώνεται στην ελλιπή λίπανση, άρδευση και φυτοπροστασία, ενώ οι συνεχιζόμενες δύσκολες συνθήκες του φθινοπώρου υποχρεώνουν αρκετούς «να εφαρμόζουν προϊόντα γρήγορης ωρίμανσης, ακόμα και σε χρονιές που οι συνθήκες είναι ιδανικές». Επίσης, τα εκκοκκιστήρια δεν έχουν καταφέρει «να αποκλείσουν ολοκληρωτικά τη συγκομιδή με μηχανές στρίπερ ή με πολύ αυξημένη υγρασία».
Πρόκληση οι διαφορές στο μικροκλίμα
Μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις που έχουν να αντιμετωπίσουν οι επιχειρήσεις σπόρων κατά τη δοκιμή –πριν από την εμπορική διάθεση– μιας καινούργιας ποικιλίας στους πειραματικούς αγρούς που έχουν δημιουργήσει σε όλη τη ζώνη της βαμβακοκαλλιέργειας, είναι η συμπεριφορά και ανταπόκρισή της στα ουκ ολίγα διαφορετικά μικροκλίματα της χώρας. «Μπορεί μια ποικιλία να έχει micronaire 5 στην Κομοτηνή και 4 στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Ανδριώτης.
Σε κάθε περίπτωση, τόνισε ότι η συνεργασία με τη ΔΟΒ, στο πλαίσιο της προσπάθειας να αναδειχθεί και να προσφερθεί στον παραγωγό το καλύτερο δυνατό πολλαπλασιαστικό υλικό, έχει αποδώσει καρπούς. Υπενθύμισε, μεταξύ άλλων, την υπογραφή τον Ιούλιο του 2017 του Συμφωνητικού Συνεργασία με ΣΕΠΥ και ΕΚΤ, όπου αναφέρεται η πλήρης περιγραφή του αριθμού των δειγμάτων, του τρόπου δειγματοληψίας, της τήρησης του πρωτοκόλλου κ.λπ.
Τέλος, ο γ.γ. του ΣΕΠΥ τάχθηκε υπέρ της υιοθέτηση ενός Ειδικού Πρωτοκόλλου ορθής παραγωγικής διαδικασίας, αλλά κατά της λίστας «Συνιστώμενων Ποικιλιών» η οποία, όπως είπε, περιπλέκει άσκοπα την αγορά και «καλό θα ήταν να αποφευχθεί».